- οροφύλακας
- ο (Α ὁροφύλαξ, ιων. τ. οὐροφύλαξ)νεοελλ.στρατιώτης τής οροφυλακής ή υπάλληλος που ανήκε στην υπηρεσία φρούρησης τών συνόρωναρχ.1. ο έφορος τών οροσήμων2. ο φύλακας τών συνόρων3. αυτός που διατηρεί, που διαφυλάσει τα όρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος (Ι) + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.