οροφύλακας

οροφύλακας
ο (Α ὁροφύλαξ, ιων. τ. οὐροφύλαξ)
νεοελλ.
στρατιώτης τής οροφυλακής ή υπάλληλος που ανήκε στην υπηρεσία φρούρησης τών συνόρων
αρχ.
1. ο έφορος τών οροσήμων
2. ο φύλακας τών συνόρων
3. αυτός που διατηρεί, που διαφυλάσει τα όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος (Ι) + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁροφύλακας — ὁροφύλαξ curator of boundary stones masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροφύλαξ — (I) ὁροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οροφύλακας. (II) ὀροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • ουροφύλαξ — οὐροφύλαξ, ὁ (Α) βλ. οροφύλακας …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”